- κάρνιος
- -ια, -ιογεωλ. φρ. «κάρνια βαθμίδα» ή «κάρνιο» — η κατώτερη από τις τρεις βαθμίδες τού ανώτερου τριαδικού.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. karnian από τις Καρνικές Άλπεις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.